- ξελύνω
- λύνω, ελευθερώνω κάτι που είναι δεμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-λύω (αόρ. ἐξ-έλυσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξελύνω — ξέλυσα, ξελύθηκα, ξελυμένος, λύνω κάτι που είναι δεμένο, απελευθερώνω, αποδεσμεύω: Ξέλυσα τα σκυλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
εξαμματίζω — και ξεμματίζω (Α εξαμματίζω) [αμματίζω] νεοελλ. ναυτ. λύνω τα άμματα*, τους κόμπους, ξελύνω, ξεμματίζω αρχ. 1. εξαρτώ, περιδένω κάτι με άμμα, με κόμπο ή με επίδεσμο, αμματίζω 2. επαλλάσσω («ἐπαλλάξαντες ἐξαμματίσαντες» [Απόλλων. Λεξ. Ομηρ.]… … Dictionary of Greek
ξελασκάρω — 1. μειώνω την ένταση, χαλαρώνω, λασκάρω 2. (σχετικά με σχοινί) ξελύνω, ξεσφίγγω 3. (σχετικά με βίδα) ξεβιδώνω 4. (σχετικά με χορδή) ξεκουρδίζω 5. μτφ. βρίσκω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ («όταν ξελασκάρω λίγο θα έλθω να σέ δω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… … Dictionary of Greek